Σταθμός Λαρίσης, πέντε το πρωί, εν αναμονή του τρένου από τη Θεσσαλονίκη που συνήθως έχει μεγάλη πληρότητα –μεγαλύτερη από τα ημερήσια δρομολόγια. Έξω από τον σταθμό δύο σειρές από δεκάδες ταξί περιμένουν τα κύματα των επιβατών που πρόκειται να αποβιβαστούν: η μία αριστερά του κράσπεδου, που προφανώς είναι και η κανονική πιάτσα, η «επίσημη» δηλαδή, η άλλη δεξιά–πιο κοντά στην έξοδο– σε μια ζώνη που λογικά είναι για αποβίβαση και επιβίβαση, αλλά κανέναν δεν ενοχλεί ότι εκεί έχουν αράξει τα αυτοκίνητά τους αυτοί που ψαρεύουν και επιλέγουν πελάτες.
Οι οδηγοί τους ακροβολίζονται στις εξόδους, στο πεζοδρόμιο, στην αίθουσα. Το «καπέλο» στο αυτοκίνητο σβηστό, το «ελεύθερο» κατεβασμένο και αυτοί δουλεύουν στο μιλητό. «Ταξί, θέλετε ταξί;» Οι εξερχόμενοι, ψυλλιασμένοι, αδιαφορούν. Οι περισσότεροι από τους «ψαράδες», κακοντυμένοι, φάτσες αρπακτικών –ό,τι πιο αντιτουριστικό και πιο αντιπαθές.
Οι μεν, στην ουρά της σωστής πιάτσας, περιμένουν, παίρνουν επιβάτες χωρίς να ρωτούν προκαταβολικά πού πάνε, φεύγουν...
Οι δε απορρίπτουν αρκετούς πριν καταλήξουν σε «κατάλληλο» πελάτη. Ένας από τους ενδιαφερόμενους για ταξί δεν αποκαλύπτει τον προορισμό του: «Εγώ ρωτάω αν είναι ελεύθερο, μετά θα σου πω πού πάω», «Τότε πήγαινε στην πιάτσα» απαντά θυμωμένα το θρασίμι του τιμονιού.
Δύο από τα αρπακτικά τσακώνονται. Λίγο θέλουν να πιαστούν στα χέρια. Παρεμβαίνει ένας τρίτος: «Ασ' τον μωρέ, στους Αμπελόκηπους πάει». Δηλαδή προφανώς ασύμφορη κούρσα. Όλο αυτό το αλισβερίσι σαν σε ανατολίτικο παζάρι, χωρίς καμία προφύλαξη. Και με απόντα κάθε έλεγχο. Είναι και τόσο πρωί, το κράτος (φυσικά και ο Λυμπερόπουλος) κοιμάται.
Τώρα που νικήθηκε η Βeat
Τώρα που η κακή, ξενόφερτη και ανθελληνική Beat (με τα καινούργια αυτοκίνητα και τους τυπικούς οδηγούς), νικήθηκε από την παλιά εγχώρια εποχούμενη κιτρινίλα, και μετά από την εμπειρία της άθλιας συμπεριφοράς στον σταθμό Λαρίσης, θυμάμαι και ένα ακόμα πρόσφατο περιστατικό, το πιο έντονο από τα πολλά. Πάλι πολύ πρωί, πριν ξημερώσει. Η διαδρομή που θέλω, προς Παλαιό Ψυχικό. Είναι η πρώτη του ταξιτζή που τυχαίνει στον δρόμο μου και, όπως μου λέει, όχι η συνηθισμένη. Ξεκινώντας με ρωτάει αν θέλω απόδειξη. Καινοφανής ερώτηση. Δεν καταλαβαίνω το γιατί –τουλάχιστον δεν καταλαβαίνω αμέσως. «Όχι, δεν θέλω».
Είναι πρωί, με τη νύστα ακόμα στο μάτι και τα σημάδια από το μαξιλάρι στο πρόσωπο, αλλά αυτός αρχίζει την πάρλα. Μου μιλάει για αδιάφορα πράγματα: «Πάντα ξεκινάω τη βάρδια από εκεί, κατευθύνομαι προς τα εκεί και παίρνω πελάτη από εκεί. Αν δεν κάνω αυτό το ξεκίνημα δεν μου πάει η μέρα καλά».
Μπηχτή; Η διαδρομή που ήθελα εγώ δεν είχε καμία σχέση με εκείνη που του «πάει καλά τη μέρα». Ανοίγει ελαφρά το τζαμί του συνοδηγού, ο παγωμένος αέρας με χτυπάει στο σκαλπ, εκείνος ανάβει τσιγάρο. «Συγγνώμη, κρυώνω, κλείστε το» του λέω, και μοιραζόμαστε τις παραχωρήσεις. Αυτός δέχεται να κλείσει το παράθυρο, εγώ δέχομαι τον καπνό του –είναι «ευγενής» και τον φυσάει στο δικό του μισανοιγμένο παράθυρο που φέρνει στο εσωτερικό του ταξί τη φλεβαριάτικη πρωινή δροσούλα. Φτάνουμε.
-Τι χρωστάω;
-Δώσε ό,τι πληρώνεις συνήθως.
-Μα πρώτη φορά κάνω αυτή τη διαδρομή.
-Καλά, δώσε δέκα ευρώ.
Το ποσόν έχει βγει στην τύχη και τότε καταλαβαίνω τι νόημα είχε το ερώτημα της αρχής περί απόδειξης: δεν είχε βάλει ταξίμετρο.
Φάρες
Αυτά –και όχι μόνο– τα περιστατικά με κάνουν να σκέφτομαι ότι είναι μονόπλευρη (αν και όχι άδικη) η αντιπάθεια για τη φάρα των δημοσιογράφων. Γιατί πολλοί κλάδοι, και όχι μόνο ο δικός μας, έχουν τη φάρα τους, με το αρνητικό φορτίο που διατηρεί ο όρος.
Δημοσιογράφοι-ταξιτζήδες: καμιά σχέση. Εντάξει, συσχετισμός ανόμοιων μεγεθών. Αλλά υπάρχει μια κοινή βάση. Είναι η έντονη αντιπάθεια που προκαλούν κάποια μέλη τους και για τους δύο κλάδους. Αν ορισμένα πράγματα δημιουργούν συνάφεια μεταξύ τους (πέρα από το κίτρινο χρώμα!) είναι η προπαγάνδα που επιχειρούν –πάντα λίγοι, όχι όλοι– και οι μεν και οι δε.
-Κάποιοι από τους ταξιτζήδες στις διαδρομές τους παπαγαλίζουν πολιτικά μηνύματα, μπουρδολογούν, λένε ψέματα.
-Κάποιοι από τους δημοσιογράφους προπαγανδίζουν, γράψουν στοχευμένες βλακείες, λανσάρουν φέικ.
Το χειρότερο που προκαλούν αυτοί οι «ορισμένοι» είναι η μεταδοτική τους σιχασιά που λερώνει ολόκληρους τους κλάδους. Σημαντική διαφορά: η σιχασιά για τους δημοσιογράφους έχει γίνει σύνθημα, ανάθεμα, ύβρις. Για τους ταξιτζήδες δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο.
Προσωπικά, μπαίνω σε ταξί μόνο όταν δεν γίνεται αλλιώς. Το κάνω με βαριά καρδιά, όταν το ΙΧ ή τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν βολεύουν Τις περισσότερες φορές, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, βρίσκω σωστούς επαγγελματίες. Αλλά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις του εκνευριστικού βλάκα που προκαλεί με όσα λέει. Και σκέφτομαι ότι αν όλοι οι δημοσιογράφοι, εξ αιτίας αυτών των λίγων (που έχουν γίνει περισσότεροι τα τελευταία χρόνια) έχουν λουστεί πέρα από το «ρουφιάνοι» και το «αλήτες», τότε οι ταξιτζήδες σαν και αυτούς του σταθμού Λαρίσης που δρουν ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΟΙ τι είναι;
πηγή : harddog-sport.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου